Έχουμε την μεγάλη τιμή αλλά και χαρά να σας παρουσιάσουμε τη νέα μας έκδοση. Πρόκειται για το εκπληκτικό μυθιστόρημα της Σίτσας Καραϊσκάκη «Ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες». Η συγγραφέας αν και είναι ένα από τα φωτεινότερα πνεύματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και βραβευμένη, σκόπιμα αποσιωπήθηκε και διώχθηκε για τις πατριωτικές της ιδέες, αλλά στην ουσία για το θάρρος, την πίστη και το μεγάλο ταλέντο της. Η αντιμετώπισή της από τους διώκτες της είτε αυτοί ήταν το κράτος είτε το λογοτεχνικό κατεστημένο των ατάλαντων, μας φέρνει στο νου τους στίχους του μεγάλου ποιητή Έζρα Πάουντ: «..Είναι παλιά σας συνήθεια να ξεκάνετε τους καλούς συγγραφείς..». Η Σίτσα Καραϊσκάκη άντεξε…

Γι’ αυτήν, στο ξεκίνημά της ακόμη, ο Κωστής Παλαμάς έγραψε: «..Δεν της έφτανε το γνήσιο καθαρό πηγαίο ταλέντο της, ήθελε να ευρύνει τη γνώση της γιατί η τέχνη για να γίνει πλατειά και τέλεια πρέπει να έχει και τις γνώσεις που της χρειάζονται. Η νεαρή αυτή ποιήτρια μεταχειρίζεται τη δημοτική σαν καμιά άλλη Ελληνίδα λογοτέχνισσα..».

Εκδόσεις Θούλη


Συγγραφέας: Σίτσα Καραϊσκάκη
Σελίδες: 336
ISBN: 978-960-99924-1-1




Μυθιστόρημα από πολλές αλήθειες και λίγους μύθους

(Από τον πρόλογο της συγγραφέως)

Είμαστε και οι δύο πρόσφυγες.Φοιτούσαμε σ’ένα ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο.Εκεί μας πέταξε ο ανεμοστρόβιλος. Θέλαμε να σιάξουμε τη ζωή μας και να ξεχάσουμε τον πόνο μέσα στη γνώση.Εκείνη από το Μπακού της Κασπίας, εγώ από ένα νησί της Μικρασίας. Μελετούσαμε μαζύ και μιλούσαμε μαζύ. Μελετούσαμε τον Κάντ και τον Νίτσε για να δυναμώνουμε την αδύνατή μας ύπαρξη. Απαγγέλαμε τον Χέλντερλιν για να μπορούμε να κυνηγούμε ένα όνειρο. Μιλούσαμε για τη μεγάλη μας πίκρα, την καϊμένη μας πατρίδα και τους χαμένους μας ανθρώπους.



Πολύς πόνος και λίγη χαρά. Οι πληγές αιμορροούσαν ακόμα. Και μείς χώναμε τα δάχτυλα σαδιστικά μέσα σ’αυτές τις πληγές και τις κάναμε πηγάδια της θλίψης. Ήτανε αυτές μας οι ώρες κατάνυξη και μοιρολόγι για ένα σταυρωμό. Και μόνο σαν γέμιζαν τα μάτια δάκρυα σώπαινε η θλιβερή μπαλλάντα. Η γνώση που της γυρέβαμε παρηγοριά δεν έρχονταν να μας στεγνώσει τα μάτια. Και σκύβαμε τότες μηδενιστές το κεφάλι για όλα εκείνα, που μαθαίναμε σαν το μάγιστρο Φάουστ που συχνά κάναμε παρεά.

Τα χρόνια περνούσαν. Σιγά σιγά η τύχη της με είχε επηρεάσει πιότερο από τη δική μου. Ήτανε πιο τραγικη και πιο περιπετειώδικη.

Εγώ είχα ένα διαβατήριο και μια δεύτερη πατρίδα. Εκείνη είχε ένα διαβατήριο Νάνσεν και καμμιά πατρίδα. Εγώ ήμουνα διωγμένη από αλλόφυλλους εχθρούς, εκείνη απο τ’αδέρφια της.

Ήτανε πιότερο δυστυχισμένη και μόνη στον κόσμο. Έτσι στάθηκα ψυχικά πλάγι της και έπλεξα τον πόνο μου με τον δικό της. Την ακολούθησα στην τραγική της μοίρα. Πλανήθηκα μαζύ της μέσα στην απέραντη χώρα της και στοχάστηκα βαθειά τις περιπέτειές της. Έτσι έγραψα το βιβλίο τούτο το δικό της και το δικό μου, πλεγμένο σαν ένα στεφάνι από ανθούς του κήπου της ψυχής της και της δικής μου.
Γι’αυτό το ιστόρημα τούτο είναι μια μοίρα, μια ζωή και μιαν αλήθεια,βασισμένο στην περιπέτεια του ανθρώπου των τελευταίων πενήντα χρόνων, που αλέθεται σαν σπυριά σταριού ανάμεσα σε δυό μυλόπετρες.



Σ.Κ